ταυτίζω

ταυτίζω
ταυτίζω, ταύτισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταυτίζω — ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α [ταὐτόν] καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω νεοελλ. μέσ. ταυτίζομαι εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται») …   Dictionary of Greek

  • ταυτίζω — ταύτισα, ταυτίστηκα, ταυτισμένος, κάνω κάτι το ίδιο με άλλο, εξομοιώνω: Είναι λάθος να ταυτίζεις το κράτος με το έθνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταὐτίζει — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 2nd sg ταὐτίζω use as synonymous pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτίζουσι — ταὐτίζω use as synonymous pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ταὐτίζω use as synonymous pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτιζόμενα — ταὐτίζω use as synonymous pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτιζόμεναι — ταὐτίζω use as synonymous pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτίζεσθαι — ταὐτίζω use as synonymous pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτίζεται — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτίζηται — ταὐτίζω use as synonymous pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτίζονται — ταὐτίζω use as synonymous pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”